Τασιάνα Tσιάκου
Έξοδος
(Ποιήματα επιλεγμένα και αποσπασμένα από την ομώνυμη ανέκδοτη συλλογή)
Αθήνα 2007
ΑΡΝΗΤΙΚΟΥ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑΣ
ΕΞΕΡΕΥΝΗΣΗ ΝΥΧΤΕΡΙΝΗ
Αρνητικό φωτογραφίας: η άλλη όψη της ζωής, η
άρνηση που, στο βάθος, ζητάει να φωτιστεί.
(
1992 )
Ποίηση (όπως η ψυχή την ορίζει.)
Πηγαία έκφραση ψυχής, παθιασμένη ή γαλήνια
ένωση με τις λέξεις.
Χρώμα που το βλέπεις, μονάχα αν προτιμάς τη
λευτεριά της καρδιάς απ΄ τη σιγουριά
μιας «φυλακής».
Εν αρχή…
Αφήνω
την ψυχή μου στον ήλιο.
Στον
ήλιο και στη σελήνη...
Αχτίνες
φωτός κυλούν ελεύθερα
στις
ρωγμές, στις χαράδρες,
πίσω
απ΄ τα κάγκελα και τις κλειδωμένες πόρτες,
πάνω
απ΄ τα τείχη, που ύπουλα
χτιστήκαν
γύρω μου, Θεέ μου,
σε
μια νύχτα…
Αφήνουμε
την ψυχή μας στον ήλιο...
Κάποιοι
ν ΄αγγίξουν
το
παγωμένο, μαρμάρινο κεφάλι,
τη
λειψή καρδιά του Αλέξανδρου,
που,
κάποτε, προνόησαν
να
κλείσουν σε προθήκη.
Σαρκασμός
Σαρκάζω
αλύπητα τις ώρες.
Σέρνω
τις σκέψεις σε μέρη σκιερά.
Σιμώνω
δέντρα που δεν κινδυνεύουν.
Σκίζω
τα ρούχα στα συρματοπλέγματα.
Στιγμή ιερή αυτή η μέρα...
Σε
τρύπιες καρδιές αναπαύεται...
Σα
να μιλήσαμε χθες στη γωνία.
Συρμάτινα
τραγούδια μου΄ λεγες:
-«Κυκλοφορούν
σεσημασμένα μυστικά…»
Στους
δείχτες κρεμιέμαι του ρολογιού και των δαχτύλων,
σε
κάτι υποκείμενους σωρούς
σταυρωμένων
ονείρων,
αναθυμιάσεις
της εν βρασμώ ψυχής σου.
Περιπλάνηση
Καμένο
πάτωμα…
Αργά
μετράω τα βήματα...
Φροντίζω
στους παλμούς της καρδιάς
κόκκινα
και ροζ λουλούδια.
Ασπρόμαυρες
διαθέσεις, τσιγάρα άφιλτρα
σε
δρόμους διπλής και αχανούς κατεύθυνσης.
Έρχομαι
και πάω.
Χάνω
και κερδίζω.
Διχάζεται
η στιγμή.
Μυαλό
κομμένο σύρριζα.
Μισώ
τα δευτερόλεπτα!
Κυλούν
γρηγορότερα απ΄ τους αιώνες…
Λεπίδες
τα βλέμματα.
Πώς
με κατάπιε έτσι αυτή η πόλη;
Μάτια
ανέστια κι απελπισμένα.
Στόματα
άστοργα κι ορθάνοιχτα.
Ονειρεύομαι
εφιάλτες…
Το
τραγούδι της Στιγμής
Στιγμή
που κυλάει, βυθισμένη στην έκσταση.
Σβήνω
αποτσίγαρα στο τασάκι του χρόνου.
Σαλπάρω
με ξύλινο πλοίο στην ένταση.
Ξεχνώ
σαν τρελή το μεθύσι του πόνου.
Μποτίλιες
γεμάτες με καπνό φαντασίας
Χρώματος
πράσινου, άχρωμου και άοσμου.
Παλιές
στάχτες βαθιάς απελπισίας,
Υγρές,
ποτισμένες με το χάος μου.
Ατέρμονη
λήθη στην άκρη του νήματος.
Ροζ
καρτούλες με λόγια αγάπης
Απίστευτο
χάσμα αόρατου βήματος.
Φαντάζει
η στιγμή μου μνημείο απάτης.
Μα
δεν είμαι πια παιδικής τρέλας βούκινο.
Δεν
είμαι καν μια μικρή αμαρτία.
Μονάχα
όρος γραμμένος με κόκκινο.
Στυγνή
κι απαράβατη λογικής συμφωνία.
-ΕΡΩΤΩΝ ΜΟΜΦΕΣ
(Όταν
η μελωδία ξέπεσε,
έμεινα
στην
τελευταία νότα.
Την
πάλεψα σ΄ όλο της το χάος.)
1995-αρχές
’96
Αύγουστος
Πάγωσα...
Σ΄
αυτό το κρύο ταξίδι,
ολίσθημα,
εν λευκώ, της φαντασίας,
δεμένη
κείτομαι
στον
έσχατο αγριόβραχο της ψυχής μου.
Πηχτό
μπλε σκοτάδι, θαλασσινό, της μνήμης…
Παφλασμός
από ένα δάκρυ μοναξιάς…
Ξανά
γλιστράω και τα χέρια μου ματώνουν.
Ξυράφια-λέξεις
σε γκρεμίζουν.
Με
σφάζουν τυχαία, όπως άλλωστε είθισται...
Σ΄
αγκαλιάζω.
Το
νόμο σου εκδικούμαι σιωπηρά.
Αύγουστε,
στεγνό σημείο του χρόνου, στέρεψα!
Ψάρια
νεκρά μες το καλάθι σου.
«Λυπάμαι…»
Ύστερα
εδώ, μες τη ρωγμή.
Γραπώνομαι
απ΄ τα ρούχα σου,
ελαφριά,
σαν αύρα.
Δε
νιώθεις...
Σταγόνα
τώρα γίνομαι,
πέρασμα
αλμυρό,
πότισμα
των ινών,
λαθραία
είσοδος στους πόρους,
κάτω
απ΄ το άσπρο φως.
Συνθλίβομαι
στους γυμνούς τοίχους
και
στα τζάμια.
Ματωμένο
σύρσιμο φιδιού
στο
λευκό χαρτί...(Πού είσαι;)
06/03/95
Αποκοπή
Ώσπου
να δω καθαρά, συντρίφτηκα!
Πάνω
στις πέτρες σου, πάνω στις πέτρες μου.
Τώρα,
ολόγυρα, οι κριτές μου αφαιρούν
κομμάτι
κομμάτι την καρδιά μου.
Σεπτέμβριος
΄95
Πανσέληνος
Δάγκωσα
τη Σελήνη,
με
το κορμί απλωμένο στη θάλασσα.
Κρατώ
στα δόντια το κομμάτι της.
Πάνω
στο φως,
κύλησα
τα μαλλιά μου.
Νερό
αλμυρό να γίνω,
καμπύλη
- σίδερο και μήνυμα «γιατί».
Ύστερα,
βράχος-όνειρο
και
χάδι στην ουρά του δελφινιού.
Απρίλιος
΄95
Σχεδία
Σαράντα
μία μέρες χωρίς το χάδι του λεπταίσθητου βλεφάρου σου…
Πώς
έλαμνε το χέρι σου επάνω στο κορμί...
Πώς
το σώμα σου αυλάκωνε το μύθο...
Δεν
καρποφόρησε στης ζωής τη στειρότητα,
μα
ήλπισα στου χρόνου το πελέκισμα,
πως
θα ΄κανε το Δέντρο ένα γλυπτό:
Δυο
σώματα, χωμένα το ένα μέσα στο άλλο,
δεμένα
κι αξεχώριστα.
…
Αρμύρα
πέφτει ανελέητη
πάνω
στο ροκανίδι της
παράταιρης
ύπαρξης...
Υγροί τοίχοι
Υγροί
τοίχοι ξωκλησιού,
μοιραία,
της
ψυχής το καταφύγιο.
Στη
λίμνη του συσσωρευμένου «γιατί»,
φεύγει,
γλιστρά,
σκληρά
τιμωρημένο, τ΄ όνειρο.
Μέσα
απ΄ το στεφάνι των τειχών
ό,τι
σεμνά επαίρεται, κατεδαφίζεται...
Δάγκωσα
το μήλο,
με
δάγκωσε το φίδι...
Εκείνη
η εικόνα που προφήτεψε το πεπρωμένο,
εδώ
και χρόνια:
«Αθώα
μάτια,
όχι
αθώα φίδια.»
Το κόκκινο της
απαξίωσης (α΄)
Χάνω
τις αισθήσεις .
Τις
πνίγω, τις κοιμίζω.
Τις
θάβω, τις αγγίζω…
Θ΄
ανιχνεύσω μ ΄επιφύλαξη τις άστοχες βολές σου.
Με
παίδεψες σαν τσαλακωμένο μακό μπλουζάκι στην άκρη του κρεβατιού.
Δε
θέλω άλλα ψέματα.
Όπου
αλλού, αλλά όχι εκεί!
Στης
μνήμης το κατοπινό πλησίασμα,
στων
καιρών τον αχόρταγο βάλτο,
δε
μπορώ να ζήσω και
να
μιλώ ή να εξηγώ,
πράγματα
που δεν έχω καταλάβει.
Αυτός
ο κόσμος, τι μου ζητάει;
Πού
είν΄ αυτό που τις επιθυμίες ξυπνά,
σαν
κόκκινο κεράσι του Ιουλίου;
08/03/96
Το κόκκινο της
απαξίωσης (β΄)
Με
τσάκισε η ζωή,
με
μέλι με κυρίεψε.
Το
πέρασμά μου έξοδος,
ο
πόνος μου γλυκός...
Εγώ
πια φεύγω,
σαν
αχρείαστη, στο Φως.
Μια
πόλη εδώ,
μια
πόλη εκεί,
έτσι
είναι, θαρρώ, ο κόσμος.
Μοναχικό
παρόν,
δικό
μου,
τριαντάφυλλο
μ΄ αγκάθι,
εκεί,
στο κόκκινο της απαξίωσης.
14/03/95
Ο ήχος
της σιωπής
α’
Χάνομαι
στις άκρες του κορμιού.
Γίνομαι
πόνος, που αγριεύει την ψυχή.
Μου
λείπει ένα νησί,
λίγο
γαλάζιο,
τα
μάτια σου να στάζουν
,
και
τα χέρια σου...
β’
΄Αρμύρα.
Νύχτα
που απλώνεται σιωπηλά στο κορμί.
Άμμος
στα ρούχα.
Θυσία
στα βράχια.
Αίνεται
κύκλος, στη μέση φωτιά.
Μια
παρωδία
και
η σεπτή χορωδία να «άδει» χυδαία,
σαν
σε καθιερωμένη «τελετή», όπου,
καλύτερα,
να μην παραστώ.
γ’
Δεν
τολμώ!
Ο
ήχος της σιωπής , ένας ακόμα,
ν΄
ακουστεί θέλει!
Κερί,
μικρό κεράκι, κόκκινο,
που
καίγεται…
Να
οργώσει τα χωράφια,
να
χιμήξει στο ποτάμι,
να
το φάει το νερό!
04/02/95
Επιμύθιο
Στη
χούφτα του χρόνου,
έβαλα
όστρακο μπλε.
Το
χέρι μετέωρο κι οι φλέβες να ρέουν στο φως,
φουσκωμένα
ποτάμια.
Ίσκιος
που πέφτει
κι
ύστερα αχνοσβήνει…
Λεπτός
και κρύος,
σαν
τη λεπίδα του Ξυραφιού!
29/06/95
Εδώ
στη γωνιά του χαρτιού σ’ έχω βάλει.
Από
το κέντρο της καρδιάς,
σ΄
έσπρωξα σε ακτίνα μιλίων!
Μακριά μου…
Όπως η κόλαση
και το νερό που τη σβήνει…
΄Ωρα
ενδεκάτη πρωινή…
Πάνε
μόνο 3.000 χρόνια...
Ο
χρόνος μετρούσε κάθετα
τις
συρμάτινες διαστάσεις του,
σαν
χορδές παλιάς κιθάρας.
Θυμάμαι
τον κιθαριστή με τα ξεθωριασμένα μάτια.
Τα
γαλανά...
Θυμάμαι
τον αρπιστή,
παραχωμένο
στη βιτρίνα.
Ό,τι
αφήσαμε μετέωρο μας κυνηγά
σαν
κομμένο κομμάτι σάρκας,
δεμένο
με κλωστή.
Αυτά
που δεν αντέχω πια να βλέπω...
Γεύση
από κουρασμένα θεάματα…
Μια
υποψία σκόνης στα παπούτσια
κι
ο Έρωτας να γράφεται και να ξεγράφεται,
υβριστικά,
καθώς
ταιριάζει σε θεό
με
δανεικά φτερά...
Τα
πλοία της Ελπίδας...
Πλοία
της φυγής μου.
Κι
εκείνη η γυναίκα να σπαράζει ,
Θεμιστοκλέους
και Γαμβέτα γωνία:
«Πάρε
με, Θεέ μου, πάρε με!»
Ώρα
ενδέκατη πρωινή,
εντός
των Τειχών της πόλης.
Χωρίς
μνήμη…
ΑΓΡΑΦΑ
(1994-΄97)
(Εξορκισμοί
ενοχών… Αναζητήσεις…)
Βαναυσότητα
Αν
η πληγή του ΄Ερωτα είναι των αδαών η έμπνευση,
αν
των αδέξιων χειρισμών σου η βαναυσότητα
στάζει
ακόμα στο χώμα,
τότε
έγινες πάλι, ό,τι μακριά σου με σπρώχνει.
Ζωής απάνθισμα
Στης
ψυχής το μελάνι βυθίζομαι…
Ύστερα
πάλι , όταν αραδιάζω τις κραυγές της ,
κόκκινο
πάντα βάφεται το φόντο.
Με
δύναμη, με πάθος , με πόθο για
Ζωής
απάνθισμα!
Ό,τι ,επιμελώς,
αποφεύγω…
Εμένα
όλα αυτά με πονάνε,
μα,
όλο
εδώ καταφεύγω.
Σκαλίζω,
φεύγω, οι λέξεις τριγυρνάνε,
σ’
ό,τι επιμελώς, από τότε , αποφεύγω…
Ανοίγω
πληγές και βαθιά τους ρίχνω αλάτι.
Eχθρός του πόνου, ο άλλος…
Θάνατος
κι Αγάπη.
«Απορίας άξιον»
Κομματάκια
κομματάκια
αδιάφορα
ενωμένα,
βυθισμένα
σ΄ ένα ποτήρι
σε
σχήμα Σελήνης.
Στάζει
σαν φθινόπωρο
το
χιλιόμετρο, που είμαστε τ΄ άκρα του.
«Απορίας
άξιον»,
μια
φυσαρμόνικα και μια κιθάρα,
πώς
πίνουν της νύχτας τους χυμούς.
5η
Σεπτεμβρίου ΄94
Αφήνω
το δάκρυ να κυλήσει στις σπείρες του χρόνου…
Τίποτ΄
άλλο, ίσως, παρεκτός,
μια
περιπλάνηση στη «χώρα των βροχών…»
Να πονέσει!
Σταγόνα
κόκκινη σε
ρούχο
λευκό.
Σκουριασμένη
μηχανή,
από
εργοστάσιο παραλόγου.
Στις
γκρίζες χαράδρες,
με
φόντο το γαλάζιο ουρανό,
σκίζεις
το δέρμα με τα νύχια
να
βγει η ψυχή στην επιφάνεια.
Χαρακώνεις
τον κόσμο,
που
δε νιώθει…
Να
πονέσει!
Να
πονέσει.
Χωρίς σημεία στίξης
Μικρή
φωτιά φωτίζει το πικρό πακέτο
Γκρίζο
και ροζ φουστάνι
με
τάσεις νύχτας
Τα
ξύλα τινάζονται κομμάτια
Σπασμένη
κλειδαριά
Ανοιχτό
ναυάγιο
Δρασκελίζουμε
τα σκαλιά
Εσύ
εδώ
Εγώ
στο θάνατο
Ίσως
επειδή
η
εξήγηση είναι και αντίστροφη
Ποιος
θα το΄ λεγε
Σου
γράφω χωρίς σημεία στίξης
Μισώ
τις τελείες
Αγαπώ
τη διάρκεια
Ανάμεσά
μας κενό
Εσύ
κι εγώ αποτραβηχτήκαμε
Στην
άλλη άκρη της σελίδας
Σ΄
αντικρινή ακτή
Πώς
να γεμίσεις αυτή την αίσθηση
Καθώς
το παν βυθίζεται στο τίποτα
Άλλοθι
δε βρίσκεις
Γι΄
αυτό που το τίποτα βασανίζει
Ανελέητα
Ω
Θεέ των Πάντων
Με
όλο το σεβασμό άναψε εκείνο
Το
λυχνάρι
Εντός
των ασυνάρτητων ορίων μας
Θυμήσου…
Θυμήσου…
Ο
πόνος θα γίνει μεγαλύτερος,
αν
τον αφήσεις αθεράπευτο,
αν
τον αφήσεις μόνο.
Όλα
τα ζήτησες, μα όλα ποτέ δε θα δοθούν.
Κι
αυτό το κάδρο δε χωράει
και
τους δυο μας.
Πού
είσαι εσύ; Πού είμαι εγώ;
Θυμήσου,
Θα΄
ναι μέρα…
Κι
εσύ θα «ξέρεις»,
κι
εγώ θα «ξέρω».
Μα,
τελικά, θα ξέρει κανείς;
Ποιο
«μέρος του λόγου»,
ποιο
τραπέζι αδειανό,
δε
θα΄ χει πάρει το σχήμα
των
«διαιρεμένων»μας αντιλήψεων;
Θυμήσου
και πάλι
ένα
μέρος της ζωής σου:
κανείς
δε θα΄ ναι εκεί για να μαζέψει τα σκουπίδια.
Ξέρω,
πως δεν αισθάνεσαι κάτω από «γύψινες επιστρώσεις».
Το
«τώρα»μετράει αντίστροφα,
καθώς,
με το βλέμμα καρφωμένο στο θολό τζάμι,
αναζητάς
τη «Σολωμόντεια λύση».
Θυμήσου,
πως κι εγώ κομμάτι σου είμαι, μα,
τώρα
θάμπωσε το τζάμι, θαρρώ…
Πόση
ενοχή, σαν μια παλιά κούκλα κρυμμένη
στη
γωνιά της αποθήκης.
Πώς
ν΄ αποδιώξεις τη σκόνη απ΄ την καρδιά της
κι
όλους τους φόβους για τα ερπετά και τα ζωύφια;
Έξω από τη λογική,
ζεις για λίγο.
Ανασαίνεις…
Γράμμα τον Αύγουστο
Η
λέξη παγώνει στην αρχή της. Καθώς της
θλίψης μου αγγίζω το εστιακό σημείο, βλέπω εσένα.
Υφαίνω με σιωπή μια κουβέντα. Είναι μεγάλη
και σε χωράει. Εγώ περισσεύω, για να φαίνομαι σε μάτια δίχως έλεος.
Ο δρόμος μου χωματένιο αδιέξοδο. Δίνεις με
το πρόσωπο κρυμμένο. Δεν υπάρχω στην άνοιξη που σχεδιάζεις.
Ανάβω τη φωτιά ,κάθομαι δίπλα σου, αυτή
δυναμώνει… Σε λίγο δε θα φαίνομαι…
Αλήθεια, ποιος «ακούει» το τσιγάρο που
καπνίζω;
Το τέλος του χρόνου…
…Την
άλλη μέρα γύρισε κρατώντας ένα ρόδι.
Στο
στόμα στράγγιξε το κόκκινο υγρό.
Ξεφύλλισε
τα δάκρυα.
Χάρισε
πόνους και βρυχήθηκε.
Χάρισε
μυρτιές και ιβίσκους.
Έγινε
πράσινη, κόκκινη, πορτοκαλιά.
Βάφτηκε
Σκοτεινιά και Φεγγαρόφως.
Σε
ζήτησε. Σε ζήτησε…
Πού
να σε βρει ξανά;
(Έσταξε από ΄να σύννεφο, ψηλά,
μιαν
αρμυρή σταλαγματιά.
Η
άμμος ρούφηξε τη στάλα, διψασμένη.
Την
κράτησε, τη θέλησε μα,
τέλειωσε
ο χρόνος σαν σε
αρχαία
αμείλικτη κλεψύδρα…)
15/12/9
Παρουσία
Σαν
ίσκιος μπαίνω στο δωμάτιο.
Ξαπλώνω
δίπλα σου, σ΄ αγγίζω.
Αργά
σου σκίζω το δέρμα,
για
ν΄ αποδράσει η θωρακισμένη τρυφερότητα.
Στις
ώρες του Θέρους,
το
μαύρο πεθαίνει
από
μια κηλίδα φωτός και υγρασίας.
Ορίζοντας
Μια
αιτία, ένας λόγος
για
να μείνω, για να φύγω…
Υπάρχουν
όσα ονειρεύομαι
στην
άκρη εκεί του Χρόνου;
Θαμμένα
στο πέλαγος,
στο
χείλος ενός ξύλινου μουράγιου,
απ΄
όπου αγνάντευες,
Μικρό
Καράβι,
εκείνα
τα όνειρα, που ονόμασες
«Μεγάλα
Πλοία».
Τώρα,
ό,τι που βλέπεις το κατάρτι τους…
-
«Τι
θ΄ απογίνω;»,αναρωτιέσαι…
-
«Θα
ελπίσεις!»
Πάλι η Άγνωστη Φωνή απαντά…